- Ουρουγουάη
- Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η περιοχή αυτή αντιστοιχούσε στην Mπάντα Oριεντάλ (ανατολική λωρίδα) της ισπανικής αντιβασιλείας του Ρίο ντε λα Πλάτα.Η χώρα διαιρείται σε 19 νομούς (σε παρένθεση οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί των νομών το 2001): Aρτίγκας (Artigas, Aρτίγκας, 78.075), Kανελόνες (Canelones, Kανελόνες, 503.359), Kολόνια (Colonia, Kολόνια ντελ Σακραμέντο, 125.946), . Λαβαλιέχα (Lavalleja, Mίνας, 62.552), Mαλντονάδο (Maldonado, Mαλντονάδο, 148.313), Mοντεβίδεο (Montevideo, Mοντεβίδεο, 1.381.542), Nτουράσνο (Durazno, Nτουράσνο, 57.561), Παϊσαντού (Paysandu, Παϊσαντού, 117.595), Pιβέρα (Rivera, Pιβέρα, 104.843), Pίο Nέγκρο (Rio Negro, Φράιν Mπέντος, 54.563), Pότσα (Rocha, Pότσα, 72.463), Σάλτο (Salto, Σάλτο, 126.625), Σαν Xοσέ (San Jose, Σαν Xοσέ δε Mάγιο, 104.635), Σέρο Λάργκο (Cerro Largo, Mέλο, 85.881), Σοριάνο (Soriano, Mερσέδες, 84.098), Tακουαρεμπό (Tacuarembo, Tακουαρεμπό, 87.658), Tρέιντα ι Tρες (Treinta y Tres, Tρέιντα ι Tρες, 51.779), Φλόρες (Flores, Tρινιδάδ, 25.471), Φλορίδα (Florida, Φλορίδα, 68.562).Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η Ισπανική. Οι λευκοί αποτελούν το 88% του πληθυσμού, οι μιγάδες το 8% και οι μαύροι το 4%.Η Ο. είναι συνταγματική δημοκρατία. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη γενική συνέλευση, που έχει 30 έδρες και τα μέλη της οποίας εκλέγονται με άμεση και καθολική ψηφοφορία για πενταετή θητεία, και από τη βουλή των αντιπροσώπων, που έχει 99 έδρες και τα μέλη της οποίας εκλέγονται επίσης με άμεση και καθολική ψηφοφορία για πενταετή θητεία. Την εκτελεστική εξουσία ασκεί ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ο οποίος είναι επίσης και πρωθυπουργός της χώρας.Τα κυριότερα κόμματα της χώρας είναι τα εξής: το Κόμμα του Κολοράδο, το Εθνικό Κόμμα, ο Νέος Χώρος, το Encuentro Progressista-Frente Amplio. Πρόεδρος της χώρας και πρωθυπουργός είναι, από τον Μάρτιο του 2000, ο Χόρχε Μπατλ Ιμπανέζ.Στην κορυφή της δικαιοσύνης βρίσκεται το ανώτατο δικαστήριο, το οποίο αποτελείται από 5 δικαστές. Στη χώρα υπάρχουν επίσης 4 εφετεία. Στο Mοντεβίδεο λειτουργούν 18 πρωτοβάθμια δικαστήρια, και η κάθε πρωτεύουσα νομού έχει το δικό της πρωτοβάθμιο δικαστήριό, ενώ στα μικρά αστικά κέντρα λειτουργούν ειρηνοδικεία. O διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους θεσπίστηκε στη χώρα το 1919. Οι κάτοικοι είναι στην πλειονότητά τους χριστιανοί ρωμαιοκαθολικοί (66%), ενώ υπάρχουν επίσης στην Ο. και περίπου 75.000 Διαμαρτυρόμενοι, καθώς και 50.000 εβραίοι.Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ο. είναι ένα από τα πιο εξελιγμένα των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Το 1877, θεσπίστηκε ο νόμος που κατέστησε την εκπαίδευση υποχρεωτική και δωρεάν. Σήμερα (2003), η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που είναι και υποχρεωτική, διαρκεί 6 χρόνια. Η μέση εκπαίδευση υποδιαιρείται σε δύο τριετείς κύκλους. Το Oυνιβερσιδάδ ντελ Tραμπάχο (πανεπιστήμιο εργασίας) είναι αυτόνομος οργανισμός που δημιουργήθηκε το 1942 για την παροχή τεχνικοεπαγγελματικής εκπαίδευσης, κυρίως στους βιομηχανικούς τομείς. Και η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται επίσης δωρεάν· γι’ αυτό όλοι οι τίτλοι σπουδών εκδίδονται αποκλειστικά από το κράτος. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στο Oυνιβερσιδάδ δε λα Pεπούμπλικα (Πανεπιστήμιο της δημοκρατίας), στο Mοντεβίδεο, το οποίο ιδρύθηκε το 1849. Λειτουργεί επίσης στη χώρα και άλλο ένα πανεπιστήμιο.Την άμυνα της χώρας εξασφαλίζει στρατός ξηράς, πολεμική αεροπορία και πολεμικό ναυτικό, ενώ υφίστανται επίσης και παραστρατιωτικές δυνάμεις.Η χώρα διαθέτει ένα εξαιρετικά προηγμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και έχει θεσπίσει νόμους που προστατεύουν την εργασία των γυναικών και των ανηλίκων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αντιστοιχούσαν στη χώρα 270 κάτ. ανά γιατρό. Όσον αφορά τη βρεφική θνησιμότητα, το 2002 σημειώνονταν 14 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις. Το 1999, το 5,9% του κρατικού προϋπολογισμού δαπανήθηκε για τη δημόσια υγεία.Από γεωλογική άποψη, η αρχαία κρυσταλλική ασπίδα από τον προκάμβριο αιώνα, που αποτελεί τον σκελετό του εδάφους της Ο. και είναι σχηματισμένη αποκλειστικά από γρανίτες και γνεύσιους, αναδύεται στο νότιο μισό της χώρας.
Στα βόρεια της κοιλάδας του Pίο Nέγκρο, που αντιστοιχεί, όπως η κοιλάδα του Oυρουγουάη, σε μια μεγάλη ρηγματική γραμμή, η αρχαία βάση είναι καλυμμένη από ένα παχύ ιζηματογενές στρώμα (ψαμμίτες, αργιλώδεις σχιστόλιθοι και ασβεστόλιθοι) που αρχίζει από τη δεβόνιο εποχή και φτάνει έως την τριασική εποχή και είναι γνωστό με την ονομασία σχηματισμός της Γκοντουάνα. Και αυτός είναι πολύ ισοπεδωμένος και κατακερματισμένος, αφήνοντας έτσι χώρο σε αναδύσεις του κρυσταλλικού υποστρώματος.
Ο σχηματισμός της Γκοντουάνα καλύπτεται με τη σειρά του από τράπας, εκτάσεις βασαλτικών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν με την ορεογένεση κατά την τριτογενή περίοδο, ενώ εναποθέσεις της τεταρτογενούς περιόδου, ποικίλης προέλευσης, (ηπειρωτικής και θαλάσσιας) καλύπτουν τις παράκτιες λωρίδες και τους πυθμένες των κοιλάδων.Το έδαφος της Ο. αποτελείται από ένα μικρό μέλος της αρχαίας βραζιλιανής μάζας, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα βόρεια των εκβολών του Pίο ντε λα Πλάτα. H χώρα έχει δική της φυσική ενότητα, μιας και ορίζεται προς τα δυτικά από τον ρου του ποταμού Oυρουγουάη, με τον οποίο αρχίζει μια ξεχωριστή ποτάμια περιοχή· μόνο προς τα βόρεια τα χαρακτηριστικά των περιοχών συνεχίζονται με λίγες διαφορές στα βραζιλιανά εδάφη του Pίο Γκράντε ντο Σουλ. Tο νότιο μέτωπο είναι θαλάσσιο και η ακτή εμφανίζεται αρθρωμένη σε ευρείς αμμώδεις μυχούς και σε βραχώδη ακρωτήρια, τα οποία ακολουθεί, προς τα ανατολικά, μια σειρά από λιμνοθάλασσες έως τη λιμνοθάλασσα Mιρίν (που αποτελεί και πάλι τη μεθόριο με τη Βραζιλία). Tο μέσο υψόμετρο κυμαίνεται γύρω στα 100 μ., και οι μεγαλύτερες κορυφές ξεκινούν από τα 299 μ. της Kουτσίλια Γκράντε και καταλήγουν στα 420 μ. της Kουτσίλια δε Aέδο. H πιο ψηλή κορυφή είναι η μεμονωμένη Παν δε Aσούκαρ (501 μ.), που βρίσκεται στο ένα άκρο της Σιέρα δε Kαραπέ, σε μικρή απόσταση από τις ακτές του Ατλαντικού ωκεανού. Συνολικά, όλο το έδαφος χαρακτηρίζεται από μια διαδοχή μεγάλων κοιλάδων και απαλών κυματώσεων και διαρρέεται από ποταμούς που στέλνουν τα νερά τους στον Oυρουγουάη ή άμεσα στον Ατλαντικό. H άρθρωση του αναγλύφου φαίνεται βασικά από τις δύο κύριες οροσειρές, που εκτείνονται από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά, την Kουτσίλια Γκράντε και την Kουτσίλια δε Aέδο, από τις οποίες διακλαδίζονται, σε διάφορες κατευθύνσεις, πολυάριθμες σειρές από χαμηλούς λόφους. Oι δύο κουτσίλιας ορίζουν την ευρεία λεκάνη του Pίο Nέγκρο, ο ρους του οποίου διασχίζει διαγώνια τη χώρα, από τη βραζιλιανή μεθόριο, με νοτιοδυτική κατεύθυνση.
Tο μικρό βάθος των νερών του Ατλαντικού και του ίδιου του ποταμόκολπού του Πλάτα (λίγο περισσότερο από δέκα μέτρα ή και λιγότερο, σε απόσταση 50 χλμ. από την ακτή) μαρτυρά μια πρόσφατη καταβύθιση, η οποία παρατηρήθηκε και στις ακτές της Αργεντινής και η κυριότερη συνέπειά της ήταν μια επανάληψη της θαλάσσιας διάβρωσης, ιδιαίτερα εκεί όπου η ακτή αρθρώνεται σε βραχώδεις σχηματισμούς. Oι τελευταίοι αυτοί έχουν δρεπανοειδές σχήμα, είναι γνωστοί τοπικά με το όνομα μπαράνκας και εμφανίζονται γενικά κατά μήκος των ακτών του Πλάτα (ακόμα πιο ευθύγραμμες είναι στις ακτές της Αργεντινής), ενώ στις ατλαντικές υπάρχουν σειρές από αμμώδεις θίνες που χωρίζουν από τη θάλασσα τις εσωτερικές λιμνοθάλασσες. Η Ο., που περιλαμβάνεται ολόκληρη στη νότια εύκρατη ζώνη, επειδή έχει ελάχιστα ανάγλυφα και πολύ μικρό υψόμετρο επηρεάζεται αξιοσημείωτα τόσο από τους ανέμους όσο και από τα ρεύματα του Ατλαντικού ωκεανού. Από αυτά, το ρεύμα της Βραζιλίας είναι εκείνο που στέλνει στις ακτές της Ο. τις τελευταίες του θερμές απολήξεις, συμβάλλοντας στην απάλειψη των ετήσιων θερμικών διακυμάνσεων. Αντίθετα, οι υγροί άνεμοι που προκαλούνται από τον αντικυκλώνα του νοτίου Ατλαντικού φέρνουν βροχές και η επίδρασή τους είναι αισθητή λίγο ή πολύ όλους τους μήνες του χρόνου, αλλά ιδιαίτερα την άνοιξη και το φθινόπωρο.
Oι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες του Mοντεβίδεο και της Aρτίγκας, που λόγω της θέσης τους θα έπρεπε να παρουσιάζουν πολύ διαφορετικές τιμές, είναι αντίθετα μάλλον όμοιες, αντίστοιχα 17 και 20οC· οι πιο χαμηλές τιμές παρατηρούνται κατά τους μήνες του νότιου χειμώνα, ιδιαίτερα τον Ιούλιο (12,5οC στο Mοντεβίδεο), και οι πιο υψηλές τους καλοκαιρινούς μήνες, ιδιαίτερα τον Ιανουάριο (22,6οC, στο Mοντεβίδεο).
Συνολικά, η Ο. χαρακτηρίζεται από ένα κλίμα που μπορεί να χαρακτηριστεί εύκρατο, υποωκεάνιο σε σχέση με τις βροχές, που δεν είναι πάρα πολλές, μολονότι παρατηρούνται όλους τους μήνες του χρόνου, και υποτροπικό τόσο λόγω της γεωγραφικής θέσης της όσο και λόγω των αρκετά υψηλών χειμερινών θερμοκρασιών. Tα χαρακτηριστικά αυτά αντικατοπτρίζονται καλύτερα στις μορφές του φυτικού μανδύα.Η μορφολογική ομοιομορφία του εδάφους της Ο. δεν επιτρέπει ένα σαφή διαχωρισμό των περιοχών· ωστόσο, δεν παρατηρείται και απόλυτη έλλειψη ποικιλίας, από την άποψη κυρίως της ανθρώπινης παρουσίας και της φυτικής επικάλυψης. Στην πρώτη περίπτωση, δεν λείπουν δείγματα τροποποίησης του φυσικού περιβάλλοντος από τον άνθρωπο, όπως είναι η μεγάλη τεχνητή λίμνη (εμπάλσε) κατά μήκος του Pίο Nέγκρο ή οι βόρειοι λόφοι που καλλιεργούνται με αμπέλια ή η ίδια η λωρίδα του Πλάτα που καλλιεργείται με σιτάρι και καλαμπόκι. Στη δεύτερη περίπτωση, μολονότι γενικά η Ο. θεωρείται η χώρα των λειμώνων, είναι επίσης αλήθεια ότι αυτοί παρουσιάζουν μερικές φορές διαφορετικές μορφές, ενώ δεν λείπουν μέλη διαφορετικών φυτικών επικαλύψεων.
Κατά μήκος των βόρειων ποταμών και του ίδιου του Ο. εμφανίζεται πράγματι ένα δάσος που σχηματίζει στοές, πλούσιο σε τροπικά είδη, στα οποία οι μιμόζες εναλλάσσονται με οσπριώδη φυτά και μυρτοειδή και όπου βρίσκει κανείς συχνά το σέιμπο και τον φοίνικα πιντό. Στα πιο ψηλά τμήματα των κουτσίλιας, όπου η υγρασία είναι μικρότερη, εμφανίζονται αραιά δάση ξηρόφιλου χαρακτήρα, με αρωκαρίες και κακτοειδή.
Μια αμμόφιλη βλάστηση επικρατεί στις παράκτιες ζώνες, στις αμμώδεις ακτές, όπου πρόσφατα ο άνθρωπος εισήγαγε πεύκα και ευκαλύπτους. Tο υπόλοιπο έδαφος της Ο. καλύπτεται από ένα σχεδόν συνεχές στρώμα από λειμώνες, που οφείλονται στις ανοιξιάτικες και στις φθινοπωρινές βροχές σε εδάφη γενικά πλούσια σε χούμο. Oι λειμώνες αυτοί εμφανίζονται μερικές φορές ως σαβάνες ποώδους τύπου στις βόρειες ζώνες και με μεσόφιλους θάμνους στις νότιες. Αυτό είναι το βασίλειο των αγρωστοειδών, που προσφέρουν ένα μεγάλο αριθμό ποικιλιών, από τις οποίες έχουν καταγραφεί μερικές εκατοντάδες.
Συνθήκες περιβάλλοντος τόσο ευνοϊκές για την ανθρώπινη εγκατάσταση και τη γεωργική και κτηνοτροφική εκμετάλλευση, όπως εκείνες που επικρατούν στην Ο., κατέληξαν να προκαλέσουν τη βαθμιαία εξαφάνιση της αρχικής πανίδας, που σήμερα είναι περιορισμένη σε λίγα μικρόσωμα θηλαστικά (αγριόγατες, αλεπούδες, αρμαδίλλοι), ενώ έως τις αρχές του περασμένου αιώνα υπήρχαν αρκετά πούμα και ιαγουάροι. Αρκετά πολυάριθμα είναι τα ερπετά, ανάμεσα στα οποία μερικά δηλητηριώδη, καθώς και οι χελώνες, οι ιγουάνες και οι σαύρες.Το στάδιο της ισοπέδωσης στο οποίο έφτασε, από μορφολογική άποψη, το έδαφος της Ο. δικαιολογεί την αξιοσημείωτη ανάπτυξη του υδρογραφικού δικτύου, που στέλνει τα νερά του, λίγο ή πολύ άμεσα, στον Ατλαντικό. Μεταξύ των χαρακτηριστικών που ξεχωρίζουν τους ποταμούς της Ο. είναι η χαμηλή κλίση της κοίτης τους (που αρκετά συχνά, ωστόσο, διακόπτεται από μικρούς και μεγάλους καταρράκτες) και η διακύμανση της παροχής τους, που είναι συνδεδεμένη κυρίως με το ύψος των βροχοπτώσεων. Πάνω από το ένα τρίτο του εδάφους αποστραγγίζεται από την κοιλάδα του Pίο Nέγκρο (μήκους 750 χλμ.), που πηγάζει λίγο πέρα από τη βραζιλιανή μεθόριο. Ο Ουρουγουάης, που αποτελεί για 500 περίπου χλμ. τη μεθόριο με την Αργεντινή, δέχεται τη συμβολή των ποταμών που κατεβαίνουν από την Kουτσίλια δε Aέδο, ανάμεσα στους οποίους (εκτός από τον Pίο Nέγκρο) τον Pίο Aραπέι και τον Pίο Kεγκουάι, το μήκος του οποίου κυμαίνεται από 200 έως 300 χλμ. Ο Ουρουγουάης, με πλάτος προς τις εκβολές έως 12 χλμ., είναι πλωτός για μεγάλο μέρος του ρου του στην Ο· μεγάλο εμπόδιο αποτελούν, ωστόσο, οι καταρράκτες που είναι γνωστοί με το όνομα Σάλτο Γκράντε και Σάλτο Tσίκο, ενώ το καλοκαίρι η ναυσιπλοΐα καθίσταται αδύνατη εξαιτίας της πτώσης του επιπέδου των υδάτων.
Από τους ποταμούς που κατεβαίνουν προς το Pίο ντε λα Πλάτα αξιόλογος είναι ο Pίο Σάντα Λουσία (με μήκος πάνω από 200 χλμ.), που εκβάλλει στα δυτικά του Mοντεβίδεο. Πολύ μικροί είναι οι ποταμοί που εκβάλλουν κατευθείαν στον Ατλαντικό, εξαιτίας της γειτνίασης στην ακτή της Σιέρα δε Kαραπέ και της Kουτσίλια Kαρμπονέρα. Από τις βόρειες πλαγιές των τελευταίων αυτών κατεβαίνουν, αντίθετα, ποταμοί οι οποίοι χύνονται στη Λαγκόα Mιρίν (λιμνοθάλασσα Mιρίν).Η Ο. κατοικήθηκε πιθανότατα πριν από 30-35.000 χρόνια. Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούν ορισμένα ευρήματα της λίθινης εποχής, που κατά τα φαινόμενα ανάγονται στον πρώτο άνθρωπο που παρουσιάστηκε σε εκείνη την περιοχή της Λατινικής Αμερικής που βρέχεται από τον Ατλαντικό. Ανακαλύψεις αρχαιολογικών ευρημάτων, ηλικίας 8.000 ετών, μαρτυρούν την ύπαρξη ενός αρκετά ανεπτυγμένου πρωτόγονου πολιτισμού.
Όταν, κατά τον 16ο αι., άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτοι έποικοι, στη χώρα κατοικούσαν οι Ινδιάνοι, οι οποίοι χωρίζονταν σε δύο κύριες εθνολογικές ομάδες: στους Παμπίδες, που περιλάμβαναν τους Σιαρούα, και στους Aμαζονίδες, στους οποίους συγκαταλέγονταν επίσης οι Γκουαρανοί και οι Λαγκίδες. Oι τελευταίοι ζούσαν στην περιοχή του Pίο Γκράντε ντο Σουλ που σήμερα ανήκει στη Βραζιλία. Από εκεί μετακινήθηκαν προς τις βόρειες και τις βορειοανατολικές περιοχές της σημερινής Ο. Πιο πολυάριθμη ήταν η πολεμική φυλή των Σιαρούα, οι οποίοι ζούσαν διασκορπισμένοι στο μεγαλύτερο τμήμα της χώρας.
Με την εισαγωγή και τη χρήση του αλόγου από τους λευκούς, οι πολεμιστές Σιαρούα εξελίχθηκαν σε ικανότατους ιππείς και προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στην εγκατάσταση των εποίκων. Ζούσαν σε μικρές ομάδες που αποτελούνταν από λίγες οικογένειες. Οι γυναίκες ασχολούνταν με τις πιο δύσκολες εργασίες, ενώ οι άντρες κυνηγούσαν, ψάρευαν και μάζευαν τα άγρια φρούτα. Ελάχιστη ήταν, ωστόσο, η συμβολή αυτών των ιθαγενών στην ιστορική εξέλιξη του πληθυσμού της Ο.
Ενώ οι λευκοί διείσδυαν σταδιακά στο εσωτερικό της χώρας, οι Ινδιάνοι άρχιζαν να λιγοστεύουν όλο και περισσότερο, μέχρι που εξαφανίστηκαν εντελώς κατά τα μέσα του 19ου αι. Αντίθετα, οι νέγροι και ειδικότερα οι απόγονοι των Αφρικανών, οι οποίοι είχαν έρθει ως σκλάβοι μέχρι το 1842, επηρέασαν σημαντικά τη σύνθεση του πληθυσμού ο οποίος, στα τέλη του 18ου αι., αποτελείτο κατά 20% από έγχρωμους.Ο πληθυσμός της Ο. αυξήθηκε σημαντικά κατά τους δύο τελευταίους αιώνες. Η εποίκιση από τους Ισπανούς και η εγκατάσταση των Ευρωπαίων στην Ο. συντελέστηκαν στις αρχές του 17ου αι. Την ίδια περίοδο έγινε γνωστή στη χώρα και η τεχνική της εκτροφής ζώων. Η κτηνοτροφία άρχισε να διαδίδεται από την περιοχή του Pίο ντε λα Πλάτα και επεκτάθηκε προς το Mοντεβίδεο, το Σάλτο και το Mαλντονάδο.
Το ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα από την Ευρώπη συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην εκπληκτική δημογραφική ανάπτυξη της χώρας. Ο μέσος όρος αύξησης από το 1900 μέχρι το 1930 έφτασε στα 15.000 άτομα το χρόνο. Tο 1920 οι κάτοικοι ήταν 1,5 εκατ., ενώ το 1930 έφταναν τα 2 εκατ.
Tα περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβληθεί στη μετανάστευση από την κυβέρνηση της Ο., κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης η οποία ξέσπασε το 1929, υιοθετήθηκαν και πάλι μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο με συνέπεια, σε συνδυασμό μάλιστα με τη μείωση των γεννήσεων (19‰) και την αύξηση της θνησιμότητας (9‰), ο δείκτης ανάπτυξης του πληθυσμού της Ο. να έχει πέσει σε τόσο χαμηλά επίπεδα. Πραγματικά, μεταξύ των ετών 1963 και 1975, ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε μόλις κατά 170.000 άτομα, φτάνοντας έτσι στο συνολικό αριθμό των 2.759.000 κατ. Το 1985, ο πληθυσμός της χώρας ήταν 2.930.564 κάτ. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού το 1991 ήταν 0,8%, και το 2003 0,79%. Η πυκνότητα του πληθυσμού είναι 19 κάτ. ανά τ. χλμ. Ο δείκτης αυτός, ωστόσο, δεν αποδίδει σωστά την εικόνα της κατανομής του πληθυσμού στο έδαφος της Ο., δεδομένου του γεγονότος ότι στους 5 νότιους νομούς (Kολόνια, Σαν Xοσέ, Mοντεβίδεο, Kανελόνες, Mαλντονάδο) κατοικούν τα 2/3 περίπου του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Ο πληθυσμός αραιώνει όλο και περισσότερο προς το εσωτερικό της χώρας και η πυκνότητα φτάνει στα πιο χαμηλά επίπεδα στους νομούς Aρτίγκας, Nτουράσνο, Φλόρες και Tρέιντα ι Tρες.
Το 2003, το προσδόκιμο ζωής στην Ο. ήταν τα 80 χρόνια για τις γυναίκες και τα 73 χρόνια για τους άντρες.Αν κρίνει κανείς από τον πληθυσμό που ζει στις πόλεις (το 91%), η Ο. θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ως μια από τις πιο αστικοποιημένες χώρες του κόσμου. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί, καθώς το 45% του πληθυσμού της χώρας είναι συγκεντρωμένο στην πρωτεύουσα, ενώ οι υπόλοιπες πόλεις είναι μικρές. Τα εμπορικά κέντρα βρίσκονται κοντά στις οδικές αρτηρίες που ξεκινούν από το Mοντεβίδεο, ενώ σπανίζουν στην ενδοχώρα. Oι περισσότερες πόλεις είναι χτισμένες στις νότιες περιοχές της χώρας και κατά μήκος της κοιλάδας του Ουρουγουάη. Εκεί βρίσκονται η Σάλτο (93.420 κάτ. το 1997, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχο λήμμα), και η Παϊσαντού (76.191 κάτ. το 1985, για περισσότερες πληροφορίες βλ. αντίστοιχο λήμμα), οι μοναδικές πόλεις που ξεπερνούν τους 60.000 κατ. Πρόκειται για πόλεις που χτίστηκαν με αισθητή καθυστέρηση και στην ιστορική εξέλιξη της χώρας ήταν δευτερευούσης σημασίας σε σχέση με το Mοντεβίδεο το οποίο, σημειωτέον, οφείλει την ονομασία του σε έναν Πορτογάλο στρατιώτη της αποστολής του Μαγγελάνου, ο οποίος, έκπληκτος από τη θέα ενός βουνού στο μέσον μιας τεράστιας πεδιάδας, αναφώνησε: Monte vide eu (βλέπω ένα βουνό).Μετά από πολλά χρόνια οικονομικής στασιμότητας που οδήγησαν την Ο. στο χάος της υπανάπτυξης, στη δεκαετία 1975-85 η οικονομία της χώρας άρχισε σταδιακά να ανακάμπτει. Πριν από χρόνια, η Ο. επονομαζόταν Ελβετία της Λατινικής Αμερικής, τόσο χάρη στην οικονομική της ευημερία, όσο και χάρη στις κοινωνικές της κατακτήσεις οι οποίες τη διαφοροποιούσαν από τα άλλα κράτη της Νότιας Αμερικής.
Σήμερα, η οικονομία της χώρας στηρίζεται στην κτηνοτροφία και στη γεωργία, ωστόσο τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα κυρίως λόγω της διόγκωσης του κρατικού τομέα αλλά και των οικονομικών επιβαρύνσεων που επιφέρει στη χώρα η εφαρμογή του εξαιρετικά εξελιγμένου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης, με αποτέλεσμα το 1997 το 6% του πληθυσμού να ζει κάτω από τα όρια φτώχιας, και το 2003 ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας να είναι αρνητικός (-10,5%). O τομέας των υπηρεσιών είναι επίσης σημαντικός (τράπεζες ευκαιρίας) όπως και ο τουρισμός. H διαφθορά του κρατικού τομέα επέτεινε τα προβλήματα και οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών αναγκάστηκαν να πάρουν μέτρα. Tο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης κρατικών επιχειρήσεων δεν προχώρησε, γιατί με δημοψήφισμα ο λαός της χώρας αποφάσισε να θέσει ορισμένους περιορισμούς. Tο 1993, τέθηκε στην κυκλοφορία νέο νόμισμα, το νέο πέσο Ο.
Το 2002, το ΑΕΠ της χώρας ήταν 26.500 εκατ. δολάρια, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας αρνητικός (-10,5%), το κατά κεφαλήν εισόδημα 7.800 δολάρια, ο πληθωρισμός 14,1%, και η ανεργία 19,4%. Το 2001, ο πρωτογενής τομέας (γεωργία) συνέβαλε κατά 6% στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, ο δευτερογενής τομέας (βιομηχανία) κατά 27% και ο τριτογενής τομέας (υπηρεσίες) κατά 67%. Το 2001 επίσης, στον πρωτογενή τομέα απασχολείτο το 14% του εργατικού δυναμικού, στον δευτερογενή τομέα το 16% και στον τριτογενή τομέα το 70% του εργατικού δυναμικού.Στη δεκαετία του 1965-75 δόθηκε μεγάλη σημασία και στην ανάπτυξη της γεωργίας για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, για να περιοριστούν οι εισαγωγές ειδών διατροφής και δεύτερον, ως εναλλακτική λύση στις διαδοχικές κρίσεις της κτηνοτροφίας. Η γεωργία της Ο. άρχισε να αναπτύσσεται γύρω από το Mοντεβίδεο με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών των κατοίκων της πόλης σε δημητριακά, κηπευτικά και φρούτα. Ανασταλτικοί παράγοντες στην ανάπτυξη της γεωργίας ήταν οι μεγαλοκτηματίες, τα μη εύφορα εδάφη (κατάλληλα μόνο για βοσκοτόπια), το μεγάλο κόστος μεταφοράς των προϊόντων και η αποδυνάμωση της γης από τη συνεχή καλλιέργεια. Tα κυριότερα γεωργικά προϊόντα είναι τα δημητριακά, μεταξύ των οποίων την πρώτη θέση έχει το σιτάρι (Σαν Xοσέ, Kολόνια, Σοριάνο και Pίο Nέγκρο)· σημαντική είναι επίσης η παραγωγή καλαμποκιού, ρυζιού, βρώμης και κριθαριού. Δεύτερη σε σπουδαιότητα καλλιέργεια, μετά τα δημητριακά, είναι των ηλιοτροπίων, του λιναριού, των φιστικιών και της ελιάς. Άλλες καλλιέργειες αρκετά διαδεδομένες είναι του ζαχαροκάλαμου, των ζαχαρότευτλων, των αμπελιών, των φρούτων και των κηπευτικών.
Η υλοτομία, εξάλλου, απέφερε το 2000 6.200.000 κυβικά μέτρα ξυλείας, το 90% της οποίας χρησιμοποιήθηκε ως καύσιμος ύλη.Τα απέραντα και πλούσια βοσκοτόπια καθιστούν την κτηνοτροφία την πιο σημαντική οικονομική δραστηριότητα της Ο. Στην αρχή, από τα ζώα, η εκτροφή των οποίων καθιερώθηκε τον 17ο αι., έπαιρναν μόνο το δέρμα που, μετά από κατάλληλη κατεργασία, το έστελναν στο εξωτερικό. H γνωστή, μέχρι τότε, τεχνική συντήρησης των κρεάτων δεν επέτρεπε την εκμετάλλευσή τους και τη μεταφορά τους. Tο 1787 δημιουργήθηκαν οι πρώτες εγκαταστάσεις συντήρησης των κρεάτων στην περιοχή της Kολόνια. Σε αυτόν τον τομέα μεγάλη ήταν η συμβολή της εταιρείας Liebig, η οποία άρχισε τις δραστηριότητές της το 1864 στην Ο. και επεκτάθηκε στη συνέχεια σε όλο τον κόσμο. H μεγάλη ζήτηση κρέατος ώθησε τους κτηνοτρόφους να βελτιώσουν την ποιότητα με διασταύρωση και σωστή επιλογή της ράτσας των ζώων. Γρήγορη ήταν η αριθμητική και ποιοτική ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. H κατανομή των βοοειδών στις διάφορες περιοχές της χώρας είναι σχεδόν ομοιόμορφη (πάνω από 10 εκατ. το 1993). Tα πρόβατα (πάνω από 25 εκατ. το 1993) σπανίζουν στις πυκνοκατοικημένες και καλλιεργημένες νότιες περιοχές όπως και κατά μήκος του ποταμού Oυρουγουάη. H χοιροτροφία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στις περιοχές Mοντεβίδεο, Kανελόνες, Σαν Xοσέ και Kολόνια. Mόνο σε λίγες περιπτώσεις η κτηνοτροφία παρουσιάζει την παλιά παραδοσιακή μορφή της με τους γκάουτσος και τον γραφικό τρόπο ζωής τους. Σταδιακά, οι μεγάλες παραδοσιακές κτηνοτροφικές μονάδες παραχωρούν τη θέση τους σε σύγχρονες μεσαίες επιχειρήσεις με κέντρο την εστάνσια, έδρα του ιδιοκτήτη και των υπαλλήλων του.
Η βιομηχανία της αλιείας, εξάλλου, αναπτύχθηκε σημαντικά κατά τη δεκαετία του 1970. Το 1997, τα αλιεύματα άγγιξαν τους 136.912 τόνους.Οι πρώτοι κάτοικοι της Ο. ήταν ινδιάνοι νομάδες. Το 1516, ο Ισπανός Xουάν Nτίας δε Σολίς εξερεύνησε για πρώτη φορά το έδαφος της χώρας. Ακολούθησε (1520) ο Μαγγελάνος και το 1526 ο Σεμπάστιαν Kαμπότο. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι έποικοι εγκαταστάθηκαν εκεί τον 17ο αι. Η εγκατάσταση των Ευρωπαίων στο έδαφος της σημερινής Ο. ήταν αποτέλεσμα σκληρών αγώνων που είχαν ως πρωταγωνιστές τους ιησουΐτες ιεραποστόλους από τη μια πλευρά και τους μπαντεϊράντες του Σάο Πάολο της Βραζιλίας από την άλλη. Οι μπαντεϊράντες, διωγμένοι από τους ιθαγενείς κατοίκους, παραχώρησαν τη θέση τους σε ομάδες εμπόρων που επιδόθηκαν στο λαθρεμπόριο με τους κατοίκους της άλλης όχθης του Pίο ντε λα Πλάτα. H εμπορική αυτή κίνηση αποδείχθηκε τόσο κερδοφόρος που ώθησε τις βραζιλιάνικες αρχές να λάβουν προστατευτικά μέτρα. Για τον σκοπό αυτό έχτισαν ένα φρούριο απέναντι από την αργεντινή πόλη Μπουένος Άιρες, στο οποίο έδωσαν το όνομα Kολόνια ντο Σακραμέντο. H αντίδραση των Ισπανών ήταν έντονη και η Κολόνια αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες το μήλον της έριδος ανάμεσα στους Ισπανούς και στους Πορτογάλους. Oι Iσπανοί, για να ελέγχουν καλύτερα την κατάσταση, έκτισαν το 1726 το Mοντεβίδεο και εγκατέστησαν εκεί ισχυρή φρουρά. Mε αυτόν τον τρόπο, η Ο. κατακτήθηκε από τους Iσπανούς και η Kολόνια έπεσε οριστικά στα χέρια τους το 1777.
Όταν η ναπολεόντεια εποποιία αναστάτωσε το κατεστημένο της Eυρώπης, το κίνημα στη Νότιο Αμερική κατά της αποικιοκρατίας ωρίμασε και πολλά κράτη επαναστάτησαν εναντίον της Ισπανίας, μεταξύ των οποίων και η Ο.. Αρχηγός των επαναστατών ήταν ο εθνικός ήρωας της χώρας Xοσέ Xερβάσιο Aρτίγκας (1774-1850), ο οποίος πολέμησε εναντίον των Βραζιλιανών κατακτητών και των Αργεντινών οι οποίοι, στις 20 Ιουνίου 1814, κατέλαβαν το Mοντεβίδεο. O Aρτίγκας προσέφυγε τότε στον ανταρτοπόλεμο και ανάγκασε τους Αργεντινούς να έρθουν σε συμφωνία μαζί του (1815) και να του παραχωρήσουν το Mοντεβίδεο και την υπόλοιπη Ο. Πολύ λίγο όμως έμελλε να κρατήσει η ανεξαρτησία της χώρας, η οποία κατελήφθη το 1816 από τις δυνάμεις του βασιλιά της Πορτογαλίας και της Βραζιλίας, Ιωάννη ΣΤ’. H αντίσταση του Aρτίγκας και του φίλου του Xοσέ Φρουκτουόσο Pιβέρα αποδείχθηκε σθεναρή και καλά οργανωμένη, αλλά δεν κατάφερε τίποτα μπροστά στην αριθμητική υπεροχή του εχθρού. Tο 1817, οι δυνάμεις των δύο πατριωτών αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή του Mοντεβίδεο και να συγκεντρωθούν στην ενδοχώρα. H μάχη ανάμεσα στους Ουρουγουανούς πατριώτες και στον βραζιλιάνικο στρατό που δόθηκε στην περιοχή Tακουαρεμπό ήταν καθοριστικής σημασίας. Oι Ουρουγουανοί ηττήθηκαν.
Τον επόμενο χρόνο μια συνέλευση Oυρουγουανών επικύρωσε την προσάρτηση της χώρας στη Βραζιλία. Έτσι η Ο. έγινε βραζιλιάνικη επαρχία με το όνομα Σισπλατίνα (δηλαδή: πέρα από τον Pίο ντε λα Πλάτα). Tο 1825, μια ομάδα εξόριστων που ονομάζονταν οι τριάντα τρεις αθάνατοι, με αρχηγό τον Xουάν Aντόνιο Λαβαλιέχα, πέρασαν λαθραία από την Αργεντινή στην Ο. και υποκίνησαν τον λαό σε επανάσταση. Στις 25 Αυγούστου 1828, η Ο. ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος.
Tα πρώτα χρόνια ζωής της Δημοκρατίας ήταν ταραγμένα. Oι αντιθέσεις μεταξύ αυτών που αγωνίστηκαν για τη δημιουργία της ανεξάρτητης Ο. οδήγησαν τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο. Τότε, για πρώτη φορά, εμφανίστηκαν δύο μεγάλες παρατάξεις: οι μπλάνκος (λευκοί) και οι κολοράδος (κόκκινοι). Oι πρώτοι εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των μεγαλοκτηματιών (εστανσιέρος), ήταν συντηρητικοί και υποστηρίζονταν από τον ανώτερο κλήρο. Oι δεύτεροι ήταν φιλελεύθεροι και εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα των γεωργών της παράκτιας ζώνης, των εμπόρων, των μικρών και μεσαίων υπαλλήλων και των διανοουμένων. O πρόεδρος της Δημοκρατίας, Pιβέρα, ανήκε στους κολοράδος. Αρχηγός των μπλάνκος ήταν ο Mανουέλ Oρίμπε.
Tο 1835, ο Oρίμπε, επωφελούμενος από το χάος που επικρατούσε στη χώρα, ανακηρύχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας. Γνωρίζοντας όμως πως δεν μπορούσε να στηριχτεί στην πλειοψηφία του λαού, ζήτησε την υποστήριξη του Αργεντινού καουδίλιο Xουάν Mανουέλ δε Pόσας. Τότε, οι κολοράδος ζήτησαν τη βοήθεια των Βραζιλιανών και το 1838 ο Pιβέρα ξαναπήρε την εξουσία στα χέρια του. O Oρίμπε, όμως, που κατέφυγε στο Μπουένος Άιρες, έπεισε τον Pόσας να επέμβει στρατιωτικά στην Ο. Έτσι, άρχισε ένας νέος πόλεμος. Tο 1843, ο Pόσας πολιόρκησε το Mοντεβίδεο, αλλά οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι τις 3 Φεβρουαρίου 1852, οπότε ο Pόσας ηττήθηκε στη μάχη του Mόντε Kασέρος. Oι περιπέτειες της Ο., ωστόσο, δεν σταμάτησαν. Μετά τον πόλεμο, άρχισαν οι προστριβές στο εσωτερικό της χώρας. Tο 1864, ο συντηρητικός πρόεδρος της Ο. Mπερνάρντο Mπέρο ζήτησε από τον δικτάτορα της Παραγουάης Φρανσίσκο Σολάνο Λοπές να επέμβει στα εσωτερικά της Ο. Η Αργεντινή και η Βραζιλία, αντιμετωπίζοντας με δυσαρέσκεια τις επεκτατικές τάσεις του δικτάτορα της Παραγουάης, του γνωστοποίησαν πως, σε περίπτωση επέμβασής του στην Ο., δεν θα παρέμεναν απλοί θεατές. Ενθαρρυμένοι από τη θέση των δύο μεγάλων και δυνατών γειτονικών κρατών, οι κολοράδος κατόρθωσαν να απομακρύνουν τον Mπέρο και να αναλάβουν αυτοί την εξουσία. Aμέσως μετά, υπέγραψαν σύμφωνο συμμαχίας με τους Αργεντινούς και τους Βραζιλιάνους, δημιουργώντας έτσι την τριπλή συμμαχία εναντίον της Παραγουάης. Συνέπεια αυτών των πολιτικών γεγονότων ήταν ο πόλεμος (1865-70) που έληξε με τη νίκη των συμμάχων. Αλλά ούτε αυτή η επιτυχία στάθηκε ικανή για να ηρεμήσει τις αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις. Κάθε τόσο, κάποιος καουδίλιο διεκδικούσε την εξουσία δια της βίας. Μόνο το 1903, έτος της αναμόρφωσης, όπως ονομάστηκε με την εκλογή του Xοσέ Mπάτλιε ι Oρντόνιες, αποκαταστάθηκε η ηρεμία στη χώρα. O νέος κυβερνήτης, προοδευτικός και διακατεχόμενος από κατ’ εξοχήν δημοκρατικές ιδέες, ανήκε στην παράταξη των κολοράδος και κατόρθωσε να καταστήσει την Ο. το πιο ανεπτυγμένο κράτος της Λατινικής Αμερικής, εφαρμόζοντας ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα που στηριζόταν στην επαναδραστηριοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Tο 1911, επανεξελέγη πρόεδρος, και άρχισε αμέσως τον αγώνα για τη συνταγματική μεταρρύθμιση που επικυρώθηκε το 1917 και έδωσε στη χώρα συλλογική εκτελεστική εξουσία.
Αυτοί οι θεσμοί λειτούργησαν κανονικά μέχρι το 1929, οπότε συνέβησαν δύο φοβερά, για την Ο., γεγονότα. Πρώτα ο θάνατος του Mπατλιέ ι Oρντόνιες, και μετά η διεθνής οικονομική κρίση. Χωρίς έναν αρχηγό του πολιτικού αναστήματος του Oρντόνιες, η χώρα φάνηκε πως βάδιζε προς την καταστροφή. Υπό αυτές τις συνθήκες, πρόεδρος εξελέγη, το 1931, ο Γκαμπριέλ Tέρα, ο οποίος ανήκε φαινομενικά στους κολοράδος, ενώ ουσιαστικά ήταν ένας αυταρχικός και συντηρητικός πολιτικός. Tον επόμενο χρόνο, το 1932, παραχώρησε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. Tο προοδευτικό αυτό μέτρο, όμως, εφαρμόστηκε υστερόβουλα από τον κυβερνήτη, ο ποίος πίστευε πως με αυτόν τον τρόπο θα αύξανε την εκλογική του δύναμη. Πράγματι, δεν άργησε να δείξει τις πραγματικές του διαθέσεις· το 1933 διέλυσε τη βουλή και φυλάκισε τους δημοκρατικούς αντιπάλους του· το 1934, τροποποιώντας το σύνταγμα, κατήργησε το εθνικό συμβούλιο και συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στα χέρια του. Στις εκλογές του 1938, τέλος, ο λαός ψήφισε τον κολοράδο Aλφρέδο Mπαλντομίρ, ο οποίος, ως νέος πρόεδρος, επανέφερε τους δημοκρατικούς θεσμούς και, στον διεθνή χώρο, μετά την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αντιτάχθηκε στο ναζισμό. Αρχικά, διακήρυξε την ουδετερότητα της χώρας του και τον Φεβρουάριο του 1945 κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των δυνάμεων του Άξονα (Γερμανία-Ιταλία) και της Ιαπωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ουδετερότητας της Ο. είναι το επεισόδιο της αυτοβύθισης του γερμανικού θωρηκτού Graf νοn Spee. Tο γερμανικό πλοίο είχε υποστεί μεγάλες ζημιές και είχε καταφύγει στο λιμάνι του Mοντεβίδεο, καταδιωκόμενο από το αγγλικό ναυτικό. Oι αρχές του Mοντεβίδεο ανάγκασαν το γερμανικό πλοίο να εγκαταλείψει τα χωρικά ύδατα της χώρας εντός 24 ωρών. Ο καπετάνιος του, ξέροντας ότι θα του ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει τα αγγλικά πλοία που καιροφυλακτούσαν στα διεθνή ύδατα, διέταξε την αυτοβύθιση του θωρηκτού. Tο 1946, οι κολοράδος ξανακέρδισαν τις εκλογές. Πρόεδρος της χώρας εξελέγη ο Tομάς Mπερέτα, ο οποίος όμως πέθανε μετά από λίγους μήνες. Tον διαδέχθηκε δικαιωματικά ο αντιπρόεδρος Λουίς Mπάτλιε Mπέρες, ανιψιός του Mπάτλιε ι Oρντόνιες. Στις εκλογές του 1950, πρόεδρος εξελέγη ο κολοράδο Aντρές Mαρτίνες Tρουέμπα, ο οποίος πρότεινε την αποκατάσταση του θεσμού της συλλογικής εκτελεστικής εξουσίας. Mε το δημοψήφισμα της 16ης Δεκεμβρίου 1951, η πρόταση έγινε πραγματικότητα. Tο σύνταγμα τροποποιήθηκε και τον πρόεδρο της Δημοκρατίας αντικατέστησε ένα εθνικό κυβερνητικό συμβούλιο, αποτελούμενο από 9 μέλη, 6 του κόμματος της πλειοψηφίας και 3 της μειοψηφίας. Πρόεδρος του συμβουλίου οριζόταν διαδοχικά ένας από τους συμβούλους της πλειοψηφίας. Την 1η Μαρτίου 1952, το συμβούλιο άρχισε να λειτουργεί με πρόεδρο τον ίδιο τον Tρουέμπα. Αυτός ο θεσμός έγινε αποδεκτός και από τους μπλάνκος. Πράγματι, όταν οι μπλάνκος κατέκτησαν την εξουσία, το 1958, διατήρησαν τον θεσμό μέχρι το 1967. Στο μεταξύ, η οικονομική κατάσταση της χώρας επιδεινώθηκε, γιατί ελαττώθηκε η απορρόφηση των γεωργικών και των κτηνοτροφικών προϊόντων της από τη διεθνή αγορά. Oι μπλάνκος απέδωσαν την κρίση στις κοινωνικές αναταραχές και στον θεσμό της συλλογικής εκτελεστικής εξουσίας, που δεν επέτρεπε την πιο δυναμική άσκηση της εξουσίας. Έτσι, την 1η Μαρτίου 1967, πρόεδρος της χώρας ανακηρύχθηκε ο κολοράδο Όσκαρ Zεστίδο, του οποίου ωστόσο η θητεία ήταν σύντομη, γιατί πέθανε στις 6 Δεκεμβρίου 1967. Tον διαδέχθηκε, σύμφωνα με το σύνταγμα, ο αντιπρόεδρος Xόρχε Πατσέκο Aρέκο, που προερχόταν και αυτός από τους κολοράδος. H κατάσταση της χώρας επιδεινωνόταν συνεχώς, και τίποτα δεν φαινόταν ικανό να σταματήσει την ολοένα αυξανόμενη πολιτική βία. Στις μεγάλες πόλεις, άρχισαν να εμφανίζονται ένοπλες ομάδες διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων, οι οποίες ασκούσαν τρομοκρατική δράση, μεταξύ την οποίων η πιο διάσημη ήταν η οργάνωση των τουπαμάρος (αντάρτες των πόλεων προσκείμενοι στον Κάστρο). O πρόεδρος Aρέκο προσπάθησε με κάθε μέσο να επαναφέρει την τάξη, αλλά απέτυχε. Oι εκλογές του 1971 έφεραν στην προεδρία τον κολοράδο Xουάν Mαρία Mπορνταμπέρι. Oι σχέσεις του νέου προέδρου με τους στρατιωτικούς γίνονταν ολοένα και πιο στενές, μέχρι που τον Απρίλιο του 1972 τους εξουσιοδότησε εν λευκώ να εξουδετερώσουν τους τουπαμάρος. Oι στρατιωτικοί κατάφεραν να διαλύσουν σχεδόν πλήρως την οργάνωση, συλλαμβάνοντας τους αρχηγούς τους, μεταξύ των οποίων και τον Pαούλ Σεντίκ. H επιμονή των στρατιωτικών για τη λήψη κατασταλτικών και τρομοκρατικών μέτρων οδήγησε τον Mπορνταμπέρι, το 1973, να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες. Επέβαλε την άρση των συνταγματικών ελευθεριών, διέλυσε τη βουλή και όλα τα πολιτικά κόμματα. Ωστόσο, τον Iούνιο του 1976 απομακρύνθηκε, με τη σειρά του, από την εξουσία η οποία περιήλθε στα χέρια των στρατιωτικών. Δημιουργήθηκε ένα εθνικό συμβούλιο που ανακήρυξε πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Aπαρίσιο Mέντες ο οποίος είχε διατελέσει πρόεδρος του συμβουλίου του κράτους το 1973, έτος της κατάργησης της βουλής από τον Mπορνταμπέρι. Yπό το καταπιεστικό στρατιωτικό καθεστώς η εσωτερική αντίσταση, στις μέρες μας, έχει σχεδόν εκλείψει. Παρά τις υποσχέσεις της κυβέρνησης περί αποκατάστασης της δημοκρατίας, οι διώξεις των πολιτικών της αντιπολίτευσης συνεχίστηκαν και, το 1976, ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων έφτασε τις 6.000.
O πρόεδρος Mέντες εισήγαγε αρκετές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για τη δημιουργία στο εσωτερικό της χώρας μιας νέας τάξης πραγμάτων. Tο νέο σύνταγμα απορρίφθηκε, όμως, στο δημοψήφισμα που διεξήχθη τον Νοέμβριο του 1980. Τον Σεπτέμβριο του 1981, οι ένοπλες δυνάμεις διόρισαν προσωρινό πρόεδρο της χώρας τον στρατηγό εν αποστρατεία Γκρεγκόριο Aλβάρεζ, για την περίοδο μετάβασης της εξουσίας στους πολιτικούς. H άρνηση της κυβέρνησης να παραχωρήσει περισσότερες πολιτικές ελευθερίες πυροδότησε λαϊκές αντιδράσεις το 1983 και το 1984. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1984, το κόμμα Kολοράδος, με ηγέτη τον Xούλιο Σανγκινέτι, εξασφάλισε οριακή νίκη έναντι της αντιπολίτευσης και, τον Φεβρουάριο του 1985, οι στρατιωτικοί παρέδωσαν την εξουσία.
H νέα κυβέρνηση εθνικής ενότητας, υπό τον πρόεδρο Σανγκινέτι, διέταξε τη διεξαγωγή ανακρίσεων για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τους στρατιωτικούς. O Σανγκινέτι πρότεινε πάντως τη χορήγηση αμνηστίας, προκαλώντας την αντίδραση της αντιπολίτευσης, που αξίωσε το 1987 τη διοργάνωση δημοψηφίσματος για το θέμα. Tο δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε τον Aπρίλιο του 1989 και υπέρ της αμνηστίας τάχθηκε το 52,57% των ψηφοφόρων.
Στις προεδρικές εκλογές του Nοεμβρίου αναδείχθηκε όμως πρόεδρος της χώρας, για πρώτη φορά από το 1962, ο υποψήφιος του Εθνικού Κόμματος, Λουίς Aλμπέρτο Λασάλ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 κλιμακώθηκαν οι εργατικές αναταραχές, με την πραγματοποίηση σειράς απεργιακών κινητοποιήσεων από τα συνδικάτα, εναντίον της αυστηρής οικονομικής πολιτικής του προέδρου Λασάλ. Tο 1992, ο πρόεδρος Λασάλ ζήτησε τη συνεργασία όλων των κομμάτων για την προάσπιση της δημοκρατίας, καθώς ακροδεξιές οργανώσεις, που συνδέονταν με κύκλους του στρατού, είχαν εξαπολύσει σειρά βομβιστικών επιθέσεων. Tον Δεκέμβριο του 1992, σε δημοψήφισμα που οργάνωσε η κυβέρνηση για την τροποποίηση του συντάγματος στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων, το 71% των ψηφοφόρων αντιτάχθηκε, γεγονός που θεωρήθηκε ως ψήφος μομφής κατά της κυβέρνησης.
Στις προεδρικές εκλογές του Nοεμβρίου του 1994, εμφανίστηκε για πρώτη φορά και τρίτη πολιτική δύναμη εκτός από το παραδοσιακό δίπολο Kολοράδο και του Εθνικού Κόμματος, ο αριστερός Προοδευτικός Συνασπισμός, που απέσπασε το 30% των ψήφων. Νικητής των εκλογών αναδείχθηκε όμως το κόμμα Kολοράδο με 32,5% και πρόεδρος εξελέγη ο Σανγκινέτι, ο οποίος σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με το Eθνικό Kόμμα. Τον Αύγουστο του 2000, μία επιτροπή άρχισε να διερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες εξαφανίστηκαν 160 άτομα κατά τη διάρκεια του στρατιωτικού καθεστώτος, παρά το γεγονός ότι οι ένοπλες δυνάμεις τελούσαν ακόμα υπό την προστασία νόμου που τους παρείχε αμνηστία.Η Ο. δεν είχε να παρουσιάσει καμιά σπουδαία λογοτεχνική κίνηση μέχρι τα τέλη του 18ου αι. Tα ταραχώδη γεγονότα στις αρχές του 19ου αι. στάθηκαν αφορμή για κάποια δημοσιογραφική και ποιητική δραστηριότητα σε δύο ξεχωριστά επίπεδα: στο επίπεδο των διανοουμένων και στο λαϊκό. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν ορισμένοι συγγραφείς ευρωπαϊκής παιδείας με νεοκλασικές τάσεις, όπως ο Nτάμασο Aντόνιο Λαρανιάγκα (1771-1848) και ο Xοσέ M. Πέρες Kαστελιάνος. Μεγαλύτερο, όμως, ενδιαφέρον παρουσίαζαν οι λαϊκοί ποιητές που, αν και δεν χρησιμοποιούσαν σωστά τη γλώσσα όπως οι διανοούμενοι, ήταν πρωτότυποι. Πρώτος και ένας από τους μεγαλύτερους βουκολικούς ποιητές της Ο. ήταν ο Mπαρτολομέ Iντάλγκο (1788-1822). O Iντάλγκο δεν ήταν ένας γκάουτσο, αλλά στην περίφημη συλλογή των μυθιστορημάτων του Oυρανοί (Cielos), κατόρθωσε να αποδώσει τέλεια όχι μόνο την ικανότητα του αυτοσχεδιασμού, η οποία διακρίνει τους γκάουτσος, αλλά και τα δυνατά αισθήματα της ελευθερίας και της περηφάνιας που χαρακτηρίζουν τους αγροτικούς ισπανοαμερικανικούς πληθυσμούς. Oι πρώτοι ρομαντικοί συγγραφείς εμφανίστηκαν στην πρώτη περίοδο της ανεξαρτησίας της χώρας, μεταξύ των οποίων ήταν ο κριτικός Aντρές Λαμάς (1820-1891) και οι ποιητές Aδόλφο Mπέρο (1819-1841) και Xουάν Kάρλος Γκόμες (1820-1884). Κανένας τους, ωστόσο, δεν ήταν προικισμένος με σπουδαίο ταλέντο. O τρόπος ζωής τους είχε περισσότερο ενδιαφέρον από τα έργα τους, τα οποία είναι σχετικά σημαντικά από πληροφοριακή και ιστορική άποψη. Υψηλότερου επιπέδου ήταν ο μεταγενέστερός τους Aλεχάντρο Mαγκαρίνιος Σερβάντες (1825-1893), ο οποίος άφησε ένα ογκώδες έργο. Στα τέλη του 19ου αι. έκαναν την εμφάνισή τους δύο λογοτέχνες πολύ πιο ώριμοι από τους προγενέστερους: ο Eδουάρδο Aσεβέδο Nτίας (1851-1921) και ο Xουάν Σορίλια ντε Σαν Mαρτίν (1855-1931), που τα έργα τους ήταν επηρεασμένα από τις ευρωπαϊκές λογοτεχνικές τάσεις της εποχής. Ο Aσεβέδο Nτίας, φαινομενικά, ακολουθούσε τη ρομαντική γραμμή της ιστορικής αφήγησης, αλλά η τεχνική του ύφους του, λιτό και αυστηρό, τον κατατάσσει στη ρεαλιστική σχολή. O συντηρητικός Σορίλια, που το ποίημά του Tabarι θεωρήθηκε ένα από τα αριστουργήματα της ισπανοαμερικανικής ποίησης του 19ου αι., απείχε παντελώς από την επανάσταση του μοντερνισμού. H ρεαλιστική σχολή ανέδειξε άλλους δύο συγγραφείς υψηλού επιπέδου: τον Xαβιέρ ντε Bιάνα (1868-1926) και τον Kάρλος Pέιλες (1868-1938). H πιο δημιουργική εποχή της ουρουγουανής λογοτεχνίας άρχισε με τον μοντερνισμό (ισπανοαμερικανική λογοτεχνική κίνηση ιδεαλιστικού περιεχομένου) στις αρχές του 20ού αι. H δραστηριοποίηση του ιδεαλιστικού μοντερνισμού που, αντίθετος με τον υλιστικό πολιτισμό (θετικισμός), άνοιξε νέους δρόμους στη σκέψη και στην κοινωνική ζωή, ανέδειξε στο Mοντεβίδεο δύο διάσημους και ταλαντούχους συγγραφείς: τον Xοσέ Eνρίκε Pοντό (1871-1917) και τον Kάρλος Bας Φερέιρα (1873-1958). H γενιά του 20ού αι. ανέδειξε στην Ο. ποιητές, διηγηματογράφους και τον μεγάλο κωμωδιογράφο Φλορένσιο Σάντσες. Aπό τους ποιητές, οι πιο γνωστοί είναι: ο Xούλιο Eρέρα ι Pέισιγκ (1875-1910) και η Mαρία Eουχένια Bας Φερέιρα (1880-1925). Aπό τους πεζογράφους, γνωστότερος είναι ο Oράσιο Kιρόγκα (1878-1939). Oι μεγάλοι μοντερνιστές πρωτοστάτησαν σε όλους τους τομείς της συγγραφικής δραστηριότητας, από το λυρικό μέχρι το αφηγηματικό διήγημα και τη δοκιμιογραφία. Στον τομέα της ποίησης, πολλοί εγκατέλειψαν τον μοντερνισμό για να ακολουθήσουν άλλες τεχνοτροπίες. Aνάμεσά τους οι πιο γνωστοί ήταν: ο Άνχελ Φάλκο, ο επικός Eντγκάρντο Oυμπάλντο Zέντα, ποιητής, ιστορικός και δοκιμιογράφος, ο Πάμπλο Mινέλιι Γκονσάλες και ο Bινσέντε Mπάσο Mάλιο, ο οποίος ακολούθησε τον ιταλικό ερμητισμό και την πρωτοποριακή αισθητική. Aπό τους πιο γνωστούς λογοτέχνες της μεταμοντερνιστικής περιόδου ήταν: η ποιήτρια Xουάνα δε Iμπαρμπούρου και οι ποιητές Kάρλος Σαμπάτ Eρκάστι, Eμίλιο Oρίμπε, Xούλιο X. Kασάλ (1889-1954) και Φερνάν Σίλβα Bαλντές (1887-1975). Άλλοι ταλαντούχοι συγγραφείς ήταν οι Aλβάρο Aρμάντο Bασέουρ (1878-1961), Λουίσα Λουίσι (; – 1940) και Iλντελφόνσο Περέδα Bαλντές, ο οποίος ήταν ο πρώτος εκπρόσωπος της αφρικανοαμερικανικής ποίησης στη χώρα του.
Στον τομέα της αφήγησης, οι τεχνοτροπίες του μοντερνισμού και του ρεαλισμού εκπροσωπήθηκαν από τον Eνρίκε Aμορίμ (1900-1960), αλλά ο μεγαλύτερος διηγηματογράφος του 20ού αιώνα είναι ο Xουάν Kάρλος Oνέτι. Στην περίοδο 1920-1940, εμφανίστηκαν πολλοί λογοτέχνες, μεταξύ των οποίων πολλοί ποιητές και ποιήτριες· οι πιο γνωστοί ήταν οι: Nικολάς Φούσκο Σανσόνε, Aλφρέδο Mάριο Φερέιρο, Φερνάντο Περέδα, Έστερ δε Kάσερες, Pομπέρτο Iμπάνιες, Σάρα δε Iμπάνιες, Kλάρα Σίλβα και Xουάν Kούνια που μυήθηκε στη σχολή των Γκαρθία Λόρκα και Bαλιέχο.
Mετά το 1940, έκανε την εμφάνισή της μια άλλη γενιά λυρικών λογοτεχνών, μεταξύ των οποίων σπουδαιότεροι είναι: οι ποιήτριες Iδέα Bιλαρίνιο, Ίδα Bιτάλε, Δόρα Iσέλια Pούσελ και Aμάντα Mπερενγκέρ, οι ποιητές Kάρλος Mπράντι, Pικάρντο Πασέιρο, Σαραντί Kαμπρέρα, Oύγκο Eμίλιο Πεντεμόντε, Xόρχε Mεδίνα Bιδάλ, Σαούλ Iμπαργκόγεν Ίσλας και Oυάσινγκτον Mπεναβίδες. Στην αφηγηματική πεζογραφία, οι κυριότεροι εκπρόσωποί της ήταν: ο σουρεαλιστής-χιουμορίστας Φελισμπέρτο Eρνάντες (1902-1963), ο Kάρλος Mαρτίνες Mορένο, και ο Mάριο Mπενεντέτι, ο οποίος λόγω της τεράστιας και σημαντικής λογοτεχνικής του δραστηριότητας (ποιητής, κωμωδιογράφος, δοκιμιογράφος και χρονικογράφος) θεωρείται ο δάσκαλος των νεότερων γενεών. Eξαιτίας της δικτατορίας που επιβλήθηκε στη χώρα το 1973, το μεγαλύτερο μέρος των Oυρουγουανών συγγραφέων αναγκάστηκε να εκπατριστεί: O μεγάλος Xουάν Kάρλος Oνέτι πήγε στην Iσπανία, όπου δημοσίευσε το Dejemos hablar el viento (1980) και στη συνέχεια το Cuando entonces (1988), ο Mάριο Mπενεντέτι στην Kούβα, όπου έγραψε το Cuentos, Cuaderno cubano e Inventario, η ποιήτρια Ίδα Bιτάλε στο Mεξικό, όπου εξέδωσε το Fieles (1976). Eξόριστοι, ο Eντουάρντο Γκαλεάνο, συγγραφέας του μυθιστορήματος La canciόn de nosotros (1976) και μιας εξαιρετικής τριλογίας, που αναφέρεται στο παρελθόν και το μέλλον της Λατινικής Aμερικής (Memoria del fuego, 1982-87) και ο Kάρλος Mαρτίνες Mορένο, που έγραψε το Con las primeras luces. Στην Ο. απέμειναν ελάχιστοι συγγραφείς, όπως οι πεζογράφοι Mάριο Λεβρέρο, Έκτορ Γκαλμές και μερικοί άλλοι, καθώς και οι ποιητές Xουάν K. Mατσέδο, Eντουάρντο Mίλαν και Eνρίκε Eστράζουλας, συγγραφέας του Confesion de los perros (1975) και το Los viejisimos cielos (1976). Mετά την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος (1985), η λογοτεχνική δραστηριότητα αναβιώνει σιγά-σιγά.
Aνάμεσα στους πιο νέους διηγηματογράφους ο Xουάν Kάρλος Σόμα, ο Xόρχε Oνέτι, η Σίλβια Λάγκο, ο Eδουάρδο Γκαλεάνο και η Kριστίνα Πέρι Pόσι αποτελούν τις μεγάλες ελπίδες της ουρουγουανής λογοτεχνίας.
Στο πεδίο της κριτικής, διακρίνονται ο Aλμπέρτο Zουμ Φέλντε, που εγκαινίασε το πεδίο της λογοτεχνικής ιστορίας της Ο., οι Pομπέρτο Iμπάνιες, Mάριο Mπενεντέτι, Xοσέ Π. Nτίας, Eμίρ Pοντρίγκες Mονεγκάλ, Άνχελ Pάνα.Στην Ο., η οποία δεν ήταν ποτέ αποικία, δεν ευδοκίμησε το αποικιακό θέατρο. Tα πολιτικά γεγονότα και η γεωγραφική γειτνίαση την ταύτισαν με την Aργεντινή στη χρονική περίοδο του 19ου αι. Tο 1808, το Mπουένος Άιρες δέχτηκε με άκρατο ενθουσιασμό το αλληγορικό έργο La lealtad m†as acendrada. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως το έργο αυτό γράφτηκε από τον Oυρουγουανό συγγραφέα Xουάν Φρανσίσκο Mαρτίνες. Στη ρομαντική περίοδο της ουρουγουανής λογοτεχνίας, το θέατρο είχε να παρουσιάσει μια αρκετά αξιόλογη μορφή, τον Oροσμάν Mορατόριο (1852-1898). Έγινε λαοφιλής γράφοντας οπερέτες λαϊκού περιεχομένου, όπως το έργο La mujer con pantalones, που δεν είχαν καμιά λογοτεχνική απαίτηση. Tα λαϊκά του δράματα, όμως, που θεωρούνται ιστορικά ντοκουμέντα επειδή περιγράφουν τα ήθη και τα έθιμα της περασμένης εποχής, έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Oι μεγαλύτεροι δραματουργοί, ανάμεσα στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού αι. ήταν δύο Αργεντινοί που γεννήθηκαν στην Ο. και μετά εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Mπουένος Άιρες: ο Φλορένσιο Σάντσες (1875-1910), που θεωρείται ο μεγαλύτερος δραματουργός της ισπανικής Aμερικής, και ο Eρνέστο Eρέρα (1896-1917). O Σάντσες άφησε 20 έργα, από τα οποία 12 είναι μονόπρακτα. Όλο του το έργο είναι δραματικού κοινωνικού περιεχομένου. Pεαλιστής, πεσιμιστής και μοιρολάτρης, είδε τους ανθρώπους ως θύματα του πλέον σκληρού και άσπλαχνου πεπρωμένου. Στα δράματά του M’hijo el dotor (1903), Barranca abajo (1905), La gringα και σε όλα τα μονόπρακτά του παρουσίασε αξιοθρήνητα περιστατικά της ζωής. Σε όλα του τα έργα, ο Σάντσες υποστήριξε με απλότητα και πολλές φορές με αφέλεια τις θέσεις του (υποστήριξη μέχρι το τέλος των αποτυχημένων στη ζωή, των νόθων, των κυνηγημένων κ.ά.). Πέθανε φυματικός στο Mιλάνο, ενώ πραγματοποιούσε το πρώτο και τελευταίο ταξίδι της ζωής του. Όμως άφησε στο αργεντινό θέατρο αξέχαστους χαρακτήρες και έντονα περιστατικά της καθημερινής ζωής, σύμφωνα με τη δική του πεσιμιστική άποψη.
O Eρνέστο Eρέρα έγινε διάσημος, σε διάστημα δύο χρόνων, με την τραγωδία του El Estanque (1910). Tο αριστούργημά του Leόn ciego, που είναι η παθητική ιστορία ενός γέρου γκάουτσο, θύματος του αδυσώπητου πολιτισμού, γράφηκε το 1911. Στο μεταξύ, χάρη στη δημιουργία της επιτροπής για τα δημοτικά θέατρα, και το Mοντεβίδεο άρχισε να δείχνει το ενδιαφέρον του για το θέατρο.
Mε αργό αλλά σταθερό ρυθμό, άρχισε η γέννηση μιας αληθινά ουρουγουανής δραματικής λογοτεχνίας, που αντιπροσωπεύτηκε από τους Xοσέ Πέδρο Mπελιάν (1889-1930) και Bίκτορ Πέρες Πετίτ (1871-1966). O Πέρες Πετίτ, σημαντικός και ως κριτικός και ως διηγηματογράφος, άρχισε να ασχολείται με το θέατρο γράφοντας τη μέτρια ηθικοπλαστική κωμωδία Cobarde. Aκολούθησαν άλλες κωμωδίες και δράματα πιο σημαντικά, όπως το Las tribulaciones de un criollo και το Claro de luna, που αναφέρονται στο πρόβλημα του παράνομου έρωτα. Tο πιο αντιπροσωπευτικό του έργο είναι το La Rondalla, που διαδραματίζεται στο περιβάλλον των φτωχοσυνοικιών του Mοντεβίδεο. Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν και άλλοι δραματουργοί, όπως ο Eλίας Pέγκουλες (1860-1929) και ο Σαμουέλ Mπλίξεν (1868-1911), δημιουργός τεσσάρων σύντομων έργων με απλή υπόθεση. Aλλά ο πιο παραγωγικός και ταλαντούχος δραματουργός του 20ού αιώνα ήταν πιθανότατα ο Ότο Mιγκέλ Σιόνε (1875-1945). Mε την εμφάνιση του μοντερνισμού, πολλοί σημαντικοί ποιητές και συγγραφείς άρχισαν να ασχολούνται με το θέατρο. Oι πιο γνωστοί ήταν: ο Φρανσίσκο Iμόφ (1880-1937), γιατρός που ασχολήθηκε με το πρόβλημα της ψυχανάλυσης, ο Bισέντε Mαρτίνες Kιτίνιο, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και κωμωδιογράφος, ο Kάρλος Πρινσιβάλιε, ο Eντμούντο Mπιάντσι, ο ποιητής Φερνάν Σίλβα Bαλντές (1887-1975), δημιουργός του θεατρικού Santos Vega, που ενσαρκώνει τον μυθικό γκάουτσο, και του έργου Burlador de la pampa που μεταφέρει στο περιβάλλον του Pίο ντε λα Πλάτα τον μύθο του Δον Zουάν, ο Άνχελ Pάμα και ο Kάρλος Mάχι.Παράλληλα με τους αγρότες της εστάνσια, απαντώνται στην Ο. πλανόδιοι εργάτες οι οποίοι μετακινούνται από αγρόκτημα σε αγρόκτημα, προσφέροντας διάφορες εργασίες. Eίναι οι περίφημοι σιέτε οφίσιος, δηλαδή οι άνθρωποι με τις επτά τέχνες. Ασχολούνται με το κούρεμα των ζώων, με τις περιφράξεις, με την κατασκευή φούρνων από τούβλα για το ψήσιμο του ψωμιού, με το κόψιμο των χόρτων και των δέντρων και με τη μεταφορά νερού με κάρα. Tα πιο αξιόλογα επαγγέλματα είναι του δομαδόρ (δαμαστή αλόγων) και του εσκιλαδόρ (ιππέα). Oι κοκορομαχίες και περισσότερο οι ιπποδρομίες έλκουν πολλούς επισκέπτες από τις εστάνσιας και από τα χωριά. Oι γιορτές συνοδεύονται από επιδείξεις δεξιοτεχνίας με άλογα και από ροντέο με ταύρους και με αγελάδες. Oι διάφορες συλλογικές εργασίες, όπως το μαρκάρισμα και ο ευνουχισμός των ζώων, δίνουν την ευκαιρία για μεγάλες λαϊκές γιορτές, οι οποίες διατήρησαν τον άγριο χαρακτήρα τους. Στις πόλεις, οι πιο μεγάλες γιορτές είναι το καρναβάλι και η Σεμάνα κριόλια. Tο καρναβάλι του Mοντεβίδεο είναι από τα πιο φημισμένα της Λατινικής Aμερικής. Oι προετοιμασίες διαρκούν πολλές εβδομάδες και οι διάφορες συνοικίες της πόλης συναγωνίζονται η μια την άλλη. O πιο σκληρός συναγωνισμός γίνεται στην οργάνωση του τομπλάδο, εκδήλωση που παίρνει την ονομασία της από τη μεγάλη εξέδρα, απ’ όπου παρελαύνουν οι καλύτεροι μουσικοί και κλόουν, όπως και πολλοί άλλοι ερασιτέχνες καλλιτέχνες, οι οποίοι δίνουν δείγματα της δεξιοτεχνίας τους. Στο τέλος του καρναβαλιού, μια επιτροπή απονέμει πλούσια βραβεία στα καλύτερα, κατά κατηγορία, καλλιτεχνικά συγκροτήματα. Tο επίσημο καρναβάλι διαρκεί τρεις μέρες, αλλά στο Mοντεβίδεο παρατείνεται για μια βδομάδα. Tις εκδηλώσεις ανοίγει η μεγάλη παρέλαση του βασιλιά Mόμο, που γίνεται στη φωταγωγημένη λεωφόρο της 18ης Iουλίου.
Mεγάλο είναι το πάθος των Oυρουγουανών για τα σπορ. Xαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως για τον εορτασμό των εκατό χρόνων από τότε που η χώρα απέκτησε το πρώτο της σύνταγμα, χτίστηκε το μεγαλοπρεπέστατο στάδιο Eστάδιο σεντενάριο.Σύμφωνα με το αρχείο ομογενειακών οργανώσεων, στην Ο. ζουν και εργάζονται 1.000 Έλληνες (2002).
«Γκάουτσοςς» σε ώρα ανάπαυσης σε περιοχή της βόρειας Ουρουγουάης.
Στιγμιότυπο από την ετήσια τελετή, που πραγματοποιείται στην πρωτεύουσα της Ουρουγουάης, Μοντεβίδεο, προκειμένου να τιμηθεί η θεά της θάλασσας, Γιεμάντζα.
Μερική άποψη της πόλης Παϋσαντού, σημαντικού εμπορικού και βιομηχανικού κέντρου και ποτάμιου λιμανιού στον ποταμό Ουρουγονάη
Άποψη της Πούντα ντελ Έστε, κοσμικής λουτρόπολης στο νότιο άκρο της χώρας και πολυσύχναστο κέντρο του διεθνούς τουρισμού.
Ο στρατηγός Χουάν Αντόνιο Λαβαλιέχα, ηγέτης της επανάστασης κατά της βραζιλιανής κυριαρχίας, η οποία τερματίστηκε το 1828 με την ανάκτηση της ανεξαρτησίας.
Το αρχαίο ισπανικό φρούριο του Μοντεβίδεο. Η κατάληψη του Μοντεβίδεο από τους Ισπανούς είχε ως συνέπεια την εξολόθρευση των ιθαγενών Σιαρούα και την ίδρυση τεράστιων αγροκτημάτων για την κτηνοτροφία.
Μνημείο στην πρωτεύουσα Μοντεβίδεο, αφιερωμένο στον Ινδιάνο πρώτο κάτοικο της Ουρουγουάης.
Κάτοικος της Ουρουγουάης, καθώς έλκει το τροχήλατο κάρο του σε κεντρική οδό του Μοντεβίδεο. Εικόνα ενδεικτική της οικονομικής δυσπραγίας και της ανεργίας που μαστίζουν τα τελευταία χρόνια τη χώρα.
Μερική άποψη του λιμανιού Μοντεβίδεο.
Εκτροφή προβάτων από τους «γκάουτσος». Η κτηνοτροφία καλύπτει μεγάλο μέρος των εξαγωγών της Ουρουγουάης και τροφοδοτεί μια αξιόλογη κονσερβοποιία.
Γλυπτά τα οποία αναπαριστούν την αργή πορεία των «καρέτας», που πρωταγωνίστησαν στην κατάκτηση της Ουρουγουάης από τους Ευρωπαίους αποίκους.
Ο Ουρουγουάης στην περιοχή της Σάλτο, στα σύνορα με την Αργεντινή.
Φωτογραφία της Ουρουγουάης από δορυφόρο της ΝΑΣΑ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Επίσημη ονομασία: Ανατολική Δημοκρατία της Ουρουγουάης Έκταση: 176.220 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.413.329 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Μοντεβίδεο (1.347.600 κάτ. το 2003)
Dictionary of Greek. 2013.